πηρόμυσκος

πηρόμυσκος
ο, Ν
ζωολ. γένος μικρόσωμων μυόμορφων τρωκτικών τού Νέου Κόσμου με 60 περίπου είδη που ζουν από την Αλάσκα ώς τη Νότια Αμερική και αναπαράγονται συνεχώς, γι' αυτό και χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peromyscus < πηρός «ανάπηρος» + μύσκος / μυΐσκος< μυς «ποντικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”